- επαρέσκομαι
- ἐπαρέσκομαι (AM)μσν.είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαιαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατοεὐαρέστους ἐποίησεν».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.